εἱλόπεδον

εἱλόπεδον
εἱλόπεδον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ειλόπεδον — εἱλόπεδον, το (Μ) προσήλιος τόπος, αλώνι για σταφίδα …   Dictionary of Greek

  • θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • είλη — (I) εἴλη, η (Α) ίλη (ιππικού). (II) εἴλη, η (Α) 1. η θερμότητα τού ήλιου 2. άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < *Fhelā < *hFelā) με προθηματικό φωνήεν (*e Fhέλā). Ο τύπος *Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”